- φτυαρίζω
- μετ. копать, рыть лопатой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτυαρίζω — φτυαρίζω, φτυάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φτυαρίζω — και πτυαρίζω Ν [φτυάρι / πτυάριον] ανακατώνω ή μετατοπίζω με το φτυάρι … Dictionary of Greek
φτυαρίζω — φτυάρισα, φτυαρίστηκα, φτυαρισμένος, και φκιαρίζω φκιάρισα, φκιαρίστηκα, φκιαρισμένος, μαζεύω ή ανακατεύω ή μετατοπίζω με το φτυάρι σωρό από στερεά πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτυάρισμα — το, Ν [φτυαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτυαρίζω … Dictionary of Greek
πτυαρίζω — Ν βλ. φτυαρίζω … Dictionary of Greek
φκιαρίζω — βλ. φτυαρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)